- στεμματογράφος
- ο, Ν(αστρον.-τεχνολ.) τηλεσκόπιο μέσα στο οποίο δημιουργείται τεχνητή ολική έκλειψη ηλίου, έτσι ώστε να μπορεί να παρατηρηθεί με σαφήνεια το ηλιακό στέμμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ηλιακό στέμμα — Η εξώτερη στιβάδα της ηλιακής ατμόσφαιρας, αμέσως μετά τη χρωμόσφαιρα. Είναι το αραιότερο τμήμα όλου το αερίου περιβλήματος του Ήλιου. Το η.σ. γίνεται ορατό μόνο κατά τις ολικές εκλείψεις του Ήλιου –όταν δηλαδή η Σελήνη επισκιάζει τελείως τον… … Dictionary of Greek